- κοτινάς
- κοτινάς, -άδος, ἡ (Α)1. αγριελιά που έχει κεντρωθεί με ήμερη ελιά2. ο καρπός τής αγριελιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + επίθημα -άς / -άδος (πρβλ. γενει-άς, κλεισι-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτινάδα — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτινάδας — κοτινάς grafted upon a wild olive fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτινάδες — κοτινάς grafted upon a wild olive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)